- σπέρμιο
- το, Νβιολ.το σπερματοζωάριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermium (< νεολατ. spermium, πιθ. < αρχ. σπερμεῖον < σπέρμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπερμιογένεση — η, Ν βιολ. το τελευταίο στάδιο τής σπερματογένεσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermiogenesis < σπέρμιο + γένεση] … Dictionary of Greek
σπερμιοκύστη — η, Ν βιολ. σπερματοζωάριο τών σπόγγων εγκυστωμένο σε ένα σωματικό κύτταρο φορέα, εν όψει τής έμμεσης γονιμοποίησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spermiokyste < σπέρμιο + κύστη] … Dictionary of Greek
σπερμόγραμμα — το, Ν ιατρ. εργαστηριακή εξέταση η οποία συνίσταται στην καταμέτρηση τών ζωντανών και τών νεκρών σπερματοζωαρίων κατά χιλιοστόλιτρο εκσπερματίσματος και στον προσδιορισμό τών εκατοστιαίων αναλογιών τών διαφόρων ανωμαλιών και τής κινητικότητάς… … Dictionary of Greek